-
1 εὐστοχία
A skill in shooting at a mark, good aim, (lyr.), cf. Call. Dian. 217, Pancrat.Oxy.1085.8; χερὸς εὐ., periphr. for a bow, E.Tr. 812 (lyr.): in later Prose, D.S.5.18: pl., Id.3.25: metaph.,εὐ. καὶροῦ Plu.2.74d
.II metaph., sagacity, shrewdness, Arist.EN 1142b2, Plb.18.33.7; χειρῶν εὐ., of artists, D.H.Comp.25, cf. APl.4.310 ([place name] Damocharis), etc.;εὐ. μνήμης Ph.Fr.11
H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐστοχία
См. также в других словарях:
ευστοχία — η (ΑΜ εὐστοχία, Α και εὐστοχίη) [εύστοχος] 1. η δεξιότητα στην επιτυχία τού σκοπού, η επιτυχία βολής (α. «ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται», Ευρ. β. «ευστοχία πυροβόλου») 2. η επιδεξιότητα στο να παίρνει κάποιος τις σωστές αποφάσεις και να δράττεται… … Dictionary of Greek